μεταλλωρυχείο

μεταλλωρυχείο
το [μεταλλωρύχος]
ο
ρυχείο εξαγωγής μεταλλευμάτων, μεταλλείο, το μέρος όπου γίνεται συστηματική εξόρυξη μεταλλοφόρων ορυκτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταλλωρυχείο — το το μεταλλείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλείο — Βλ. λ. ορυχείο· μετάλλευμα· μέταλλο. * * * το (Α μεταλλεῑον) [μέταλλο] νεοελλ. 1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο 2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλείο — το ορυχείο απ’ όπου εξορύσσονται τα μέταλλα, το μεταλλωρυχείο: Η περιοχή στην αρχαιότητα είχε μεταλλεία χαλκού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”